- καθίδρως
- καθίδρως, -ωτος, ὁ, ἡ (Α)βλ. κάθιδρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθίδρως — κάθιδρος sweating violently adverbial κάθιδρος sweating violently masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντρομαχιέμαι — κ. χειέμαι 1. αγωνίζομαι, παλεύω 2. (μτχ.) αντρομαχισμένος κατάκοπος, κάθιδρως … Dictionary of Greek
κάθιδρος — η, ο (AM κάθιδρος, ον, Α και καθίδρως, ωτος, ό, ή) γεμάτος ιδρώτα, καταϊδρωμένος, βουτηγμένος στον ιδρώτα, κατακουρασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ιδρος (< ἱδρώς) πρβλ. άν ιδρος, έφ ιδρος] … Dictionary of Greek